- ὑποπρίαμαι
- ὑποπρίαμαι,A buy under the price, Thphr.Char.30.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποπρίαμαι — Α αγοράζω κάτι σε τιμή κατώτερη από την κανονική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πρίαμαι «αγοράζω»] … Dictionary of Greek